- τραχυνομένου
- τρᾱχῡνομένου , τραχύνωmake roughpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραχύνω — ΝΜΑ, και τραχαίνω Ν, και ιων. τ. τρηχύνω Α [τραχύς] 1. κάνω κάτι σκληρό, τό καθιστώ ανώμαλο στην επιφάνειά του 2. μτφ. εκτραχύνω, παροξύνω, εξερεθίζω (α. «με τα λόγια που είπε τράχυνε ακόμη περισσότερο τα πνεύματα» β. «τραχυνομένου τοῦ δήμου»,… … Dictionary of Greek